Ο Επιτάφιος Θρήνος
Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, Παρασκευή 7/4/1961
«Τετέλεσται» φώναξε ο πολυβασανισμένος Χριστός από πάνω από τον σταυρό κι έγειρε την κουρασμένη κεφαλή του.
Η μεγάλη κείνη μέρα ήτανε Παρασκευή και ξημέρωνε Σάββατο. Λοιπόν εκείνο το Σάββατο ξεκουράσθηκε στη αγκαλιά της γης που την έπλασε ο ίδιος. Αυτή την αγιασμένη μέρα σφαλίσανε τα βλέφαρά του κορμιού του, ξαπλώσανε τα πληγωμένα μέλη του. «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος» κατά την προφητεία που είπε ο Ιακώβ για τον Χριστό, πριν από χίλια εννιακόσια χρόνια : «Ξάπλωσε και κοιμήθηκε σαν λέοντας και σαν λεονταρόπουλο. Ποιος θα τον ξυπνήσει;»
Πήγανε λοιπόν οι στρατιώτες, μα τον Χριστό δεν τον πειράξανε επειδή είδανε πως ήτανε νεκρός και μονάχα ένας από αυτούς του τράβηξε μια κονταριά στην πλευρά του κι από την πληγή έτρεξε αίμα και νερό.
Στο μεταξύ ένας επίσημος άνθρωπος λεγόμενος Ιωσήφ από την Αριμαθαία, που ήτανε κρυφός μαθητής του Χριστού πήγε στον Πιλάτο και τον παρακάλεσε να πάρει το σώμα του Κυρίου και να το ενταφιάσει. Κι ο Πιλάτος πρόσταξε να του το δώσουνε. Πήγε λοιπόν ο μακάριος Ιωσήφ μαζί με έναν άλλον μαθητή του Χριστού, τον Νικόδημο και με κάποιους άλλους που τους βοηθήσανε και ξεκαρφώσανε και κατεβάσανε το άχραντο και πανάγιο σώμα του Κυρίου. Μαζί τους πήγανε κι οι άγιες γυναίκες, η Παναγία, η αδελφή της, η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Σαλώμη, που τον είχανε ακολουθήσει στη Γαλιλαία και τον περιποιόντανε και που στεκόντανε και κοιτάζανε από μακριά τον σταυρωμένο σαν τρομαγμένα πουλιά.
Με τι θρήνο τον ξαπλώσανε τον αγαπημένο Δάσκαλο τους στο σεντόνι που στρώσανε, καταφιλώντας το τυραννισμένο κορμί του και σκουπίζοντας το πανάγιο αίμα από τις πληγές του. Κάθε άνθρωπος κλαίγει σαν χάσει τον αγαπημένο του, φέρνοντας στο νου του τα φερσίματά του και τα λόγια του, τον καιρό που ήτανε ζωντανός. Μα ποιος έχασε έναν τέτοιον αγαπημένο σαν τον Χριστό; Ποιος αγαπήθηκε περισσότερο από αυτόν, τον Δάσκαλο της Αγάπης, που σταυρώθηκε για την αγάπη, παλικάρι, τριαντατριών χρονών;
(“Η Αποκαθήλωσις”, εικόνα δια χειρός Φωτίου)
